βουρλιάζω

βουρλιάζω
μετ.
1) нанизывать; 2) вдевать нитку в иголку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βουρλιάζω" в других словарях:

  • βουρλιάζω — και μπουρλιάζω [βούρλο] 1. περνώ σύκα, φύλλα καπνού, ψάρια κ.λπ. σε φύλλο βούρλου ή σπάγγο 2. περνώ την κλωστή από την τρύπα της βελόνας …   Dictionary of Greek

  • βουρλιάζω — ιασα, ιάστηκα, βουρλιασμένος, περνώ σε βούρλο ή κλωστή πολλά όμοια πράγματα, αρμαθιάζω: Σε πολλά ελληνικά χωριά το καλοκαίρι βουρλιάζουν καπνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβούρλιαστος — η, ο [βουρλιάζω] αυτός που δεν βουρλιάστηκε, δεν περάστηκε δηλ. σε βούρλο ή σπάγγο, ώστε να σχηματιστεί ορμαθός, δέσμη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»